σατράντζι

σατράντζι
το, Ν
1. επίπεδη σανίδα από ξύλο πάνω στην οποία παίζεται το σκάκι
2. (κατ' επέκτ.) το παιχνίδι σκάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. sachrats (πρβλ. ζατρίκι[ον])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”